Προάγγελο υψηλών πληθωριστικών πιέσεων αποτελούν τα ρεκόρ που σημειώνονται στις τιμές της φυτικής και ζωικής παραγωγής, σε συνδυασμό με την άνοδο της τιμής των καυσίμων. Σύμφωνα με τα χθεσινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, στο ελαιόλαδο σημειώνεται αύξηση 71,1% τον Ιούνιο σε σύγκριση με τον ίδιο μήνα του προηγούμενου έτους και η λιανική τιμή του προβλέπεται ότι μπορεί να ξεπεράσει τα 10 ευρώ το λίτρο. Την ίδια ώρα, ο δείκτης τιμών φυτικής παραγωγής σημείωσε αύξηση 34,1% και έφτασε στο υψηλότερο επίπεδο εδώ και 23 χρόνια, κάτι που συνδέεται και με τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Στα φρούτα η αύξηση ήταν 39%, στις πατάτες 27,2%, στα αυγά 18,4%. Η εξέλιξη προβληματίζει την κυβέρνηση σχετικά με τη συνέχιση των μέτρων στήριξης, ιδίως των εισοδηματικά ασθενέστερων στρωμάτων.

Ρεκόρ 23 ετών σημείωσε ο δείκτης τιμών της φυτικής παραγωγής τον Ιούνιο του 2023, κάτι που ήδη φάνηκε στην τσέπη των καταναλωτών, κυρίως κατά την αγορά φρούτων και λαχανικών, ενώ αναμένεται να πυροδοτήσει ανατιμήσεις σε σειρά άλλων ειδών διατροφής το επόμενο διάστημα. Η διαμόρφωση του δείκτη σε ιστορικά υψηλά επίπεδα δεν είναι φυσικά αποτέλεσμα μόνο της αύξησης κατά 71,1% σε σύγκριση με πέρυσι της τιμής παραγωγού στο ελαιόλαδο, αλλά ανατιμήσεων σε διψήφιο ποσοστό σε πολλά προϊόντα, όπως τα φρούτα, τα κηπευτικά, αλλά ακόμη και τα κτηνοτροφικά φυτά, κάτι που συνεπάγεται με τη σειρά του ανατιμήσεις στα προϊόντα της ζωικής παραγωγής. Αλλωστε ήδη τον Ιούνιο οι τιμές παραγωγού στα κρέατα κατέγραψαν αύξηση 13,5% σε σύγκριση με πέρυσι, ενώ στα υπόλοιπα προϊόντα της ζωικής παραγωγής, όπως είναι για παράδειγμα τα τυροκομικά και τα γαλακτοκομικά, οι τιμές παραγωγού σημείωσαν αύξηση 29,5%.

Οι παραπάνω εξελίξεις σε συνδυασμό με την άνοδο της τιμής των καυσίμων και τις ανησυχίες για περαιτέρω αύξηση της διεθνούς τιμής του πετρελαίου λόγω μειωμένης προσφοράς, κάτι για το οποίο προειδοποίησε χθες η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας (ΙΕΑ), προκαλούν έντονο προβληματισμό και στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, καθώς δημιουργούνται ανάγκες για μέτρα ενίσχυσης των εισοδημάτων, τουλάχιστον των ασθενέστερων.

Ηδη έχει νομοθετηθεί η παράταση του market pass μέχρι τον Οκτώβριο, χωρίς να αποκλείεται το ενδεχόμενο περαιτέρω παράτασής του μέχρι το τέλος του έτους, εάν υπάρχει ο απαιτούμενος δημοσιονομικός χώρος. Η κυβέρνηση, από την άλλη, κλείνει τη συζήτηση περί συνέχισης του fuel pass, ενώ το επόμενο διάστημα θα αποφασισθούν τα κριτήρια για το επίδομα θέρμανσης, αλλά και ποια θα είναι η μορφή των ούτως ή άλλων «ψαλιδισμένων» επιδοτήσεων στους λογαριασμούς του ηλεκτρικού ρεύματος. Περισσότερες ανακοινώσεις, πάντως, αναμένονται από τον ίδιο τον πρωθυπουργό από το βήμα της Διεθνούς Εκθεσης Θεσσαλονίκης (ΔΕΘ) στις 9 Σεπτεμβρίου.

Σύμφωνα, λοιπόν, με όσα ανακοίνωσε χθες η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), ο γενικός δείκτης τιμών εκροών στη γεωργία - κτηνοτροφία, στον οποίο αποτυπώνονται οι τιμές παραγωγού, αυξήθηκε τον Ιούνιο του 2023 κατά 30,6%, ενώ τον Ιούνιο του 2022 σε σύγκριση με τον Ιούνιο του 2021 είχε αυξηθεί κατά 9,8%. Ειδικά ο υποδείκτης τιμών φυτικής παραγωγής αυξήθηκε τον Ιούνιο του 2023 κατά 34,1% και διαμορφώθηκε στις 157,3 μονάδες, στο υψηλότερο σημείο που έχει καταγραφεί από την ΕΛΣΤΑΤ τα τελευταία 23 χρόνια. Πέρα από το ελαιόλαδο, η λιανική τιμή του οποίου προβλέπεται ότι μπορεί να ξεπεράσει τα 10 ευρώ/κιλό, και την εκτόξευση των τιμών σε φρούτα και λαχανικά τον Ιούνιο λόγω και των δυσμενών καιρικών συνθηκών, οι τιμές παραγωγού σε σειρά άλλων προϊόντων αποτελούν προάγγελο υψηλών πληθωριστικών πιέσεων. Η τιμή του πρόβειου γάλακτος (πρόκειται για τιμές χωρίς επιδοτήσεις) είναι κατά 34% υψηλότερη σε σύγκριση με το 2022, κάτι που συνεπάγεται πολύ υψηλές τιμές στη φέτα και σε άλλα τυριά, στα κτηνοτροφικά φυτά οι αυξήσεις είναι της τάξεως του 10,6%, μετά μια αύξηση 29,9% το 2022, στα αυγά 18,4% και στις πατάτες 27,2%.

Ανησυχητικές ενδείξεις υπάρχουν και από την πλευρά των εισαγόμενων βιομηχανικών προϊόντων. Αν και σε ετήσια βάση ο δείκτης τιμών εισαγωγών στη βιομηχανία υποχώρησε τον Ιούνιο κατά 19,4%, εμφάνισε οριακή αύξηση 0,5% σε σύγκριση με τον Μάιο του 2023, την πρώτη αύξηση μετά επτά μήνες διαδοχικών μειώσεων.

Καθημερινή