Ο Τζατζάς, είναι ένας από τους πιο γνωστούς ληστές της Θεσσαλίας κοντά 20 χρόνια από το 1912, έως το 1930.Ο λογοτέχνης Καραγάτσης τον χαρακτήρισε «αριστοκράτη» ληστή. Οι δημοσιογράφοι του Μεσοπολέμου τον είπαν «Δον Ζουάν των Ορέων». Και οι φτωχοί χωρικοί ως τιμωρό της εξουσίας, γνήσιο απόγονο των κλεφτών και των αρματολών του 1821.

Το κράτος όμως, τον έβλεπε ως επικίνδυνο εγκληματία. Ο Μήτρος (ή Μήτσιος) Τζατζάς (ή Τζιατζάς) από την Κρανιά Ολύμπου ήταν ο τελευταίος μεγάλος λήσταρχος της Θεσσαλίας. Αναμετρήθηκε με τους τσιφλικάδες και έγινε ο τρόμος και ο φόβος των πολιτικών. Στην ιστορία πέρασαν οι ενέδρες σε επιχειρηματίες ή κτηματίες , αλλά και οι απαγωγές βουλευτών. Το πρώτο χτύπημα έγινε στην Ήπειρο παραμονές εκλογών του 1928, όταν απήγαγε δύο αντιβενιζελικούς βουλευτές, κι ενώ ο Ελευθέριος Βενιζέλος βρισκόταν στα Γιάννενα για πολιτική ομιλία....

Είναι όμως στις μέρες μας άγνωστο, ότι κατόρθωσε να συλλάβει όμηρο και να απαγάγει στα βουνά των Τρικάλων, το γερουσιαστή Σωτήριο Χατζηγάκη, παππού του βουλευτή, πρώην αντιπροέδρου της Βουλής και υπουργού, Σωτ. Χατζηγάκη

Ο Μήτρος Τζατζάς κατάγονταν από την Κρανιά Ραψάνης Ολύμπου. Στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912 και 1913, αν και υπάγονταν στις εφεδρικές ηλικίες που στρατεύονταν, αυτός φυγοδίκησε και ευθύς αμέσως άρχισε τις ληστείες. Μέχρι το 1918, συνεργαζόμενος με το ληστή Βελώνη, είχε διαπράξει σωρεία ζωοκλοπών και ληστειών και κατέγραψε στο ενεργητικό του και το φόνο ενός κτηνοτρόφου.

Το Μάρτιο του 1920 ξεγελάσθηκε από τις διαβεβαιώσεις του ειρηνοδίκη Ραψάνης και του διοικητή Χωροφυλακής Τσαμπούλα ότι δεν θα καταδιωχθεί αν παραδοθεί, εμφανίσθηκε, αλλά συνελήφθη και κλείσθηκε στις φυλακές της Λάρισας. Εκεί μετά από εγκλεισμό ενός μηνός δωροδόκησε ένα φύλακα και δραπέτευσε ξαναρχίζοντας την παράνομη δράση του στις περιοχές της Θεσσαλίας, των Γρεβενών, της Πιερίας, της Ηπείρου φτάνοντας μέχρι την Αλβανία και τη Σερβία, όπου συνεργάσθηκε με ληστές αυτών των περιοχών. Στη Σερβία μάλιστα, όπου είχε καταφύγει μετά το 1924 έμεινε δύο χρόνια, αγόρασε ποίμνιο προβάτων και παρίστανε τον κτηνοτρόφο.

Τον κατέδωσαν όμως και οι σερβικές αρχές που τον συνέλαβαν τον παρέδωσαν στις ελληνικές αρχές και βρέθηκε έγκλειστος επί τέσσερις μήνες στις φυλακές του Γεντή Κουλέ της Θεσσαλονίκης. Εκεί κρύβοντας στο κελί του μια μεταλλική στεφάνη ενός κουβά, κατασκεύασε μόνος του ένα αιχμηρό εργαλείο με το οποίο έκοψε τα σίδερα του παραθύρου του κελιού του και δραπέτευσε με τον συγκρατούμενο και σύντροφό του στις ληστείες Μπουρλή. Πέφτοντας κάτω ο Μπουρλής τραυματίστηκε σοβαρά στα πόδια και τη σπονδυλική του στήλη και ο Τζατζάς τον μετέφερε στους ώμους σε μεγάλη απόσταση και τον έκρυψε σε μια χαράδρα και ο ίδιος απομακρύνθηκε γιατί ξημέρωνε.

Ο Μπουρλής ανήμπορος συνελήφθη την άλλη μέρα και τελικά καταδικάσθηκε σε θάνατο. Η εκτέλεσή του έγινε έξω από τη Θεσσαλονίκη.

Ο ίδιος ο Τζατζάς καταδικάσθηκε επίσης σε ερήμην σε θάνατο και επικηρύχθηκε αντί 1 εκ. δρχ. Τον είχαν επικηρύξει οι αρχές από το 1921 ως ληστή, δίνοντας για την κατάδειξη του 300.000 δρχ. και για τη σύλληψη ή το φόνο του 700.000 δρχ.

Αυτός όμως συνέχισε για κάποια χρόνια ακόμα απτόητος τη ληστρική δράση.

Την Πρωτομαγιά του 1928 ο Τζατζάς απήγαγε έξω από την Λάρισα τους αδερφούς Κουκουμπάνη, ο ένας εκ των οποίων ήταν διευθυντής των Σιδηροδρόμων Πελοποννήσου και άλλος διευθυντής των κτημάτων Τόψιν.

Στις 4 Αυγούστου του 1928 τα ξαδέρφια Τάκης και Κώστας Κουμπής, γνωστοί λήσταρχοι που δρούσαν στην Ήπειρο, με τη συμμορία τους μαζί και με συνεργάτες του Μήτρου Τζατζά απήγαγαν τους καφανταρικούς βουλευτές Αλέξανδρο Μυλωνά και Αλέξανδρο Μελά έξω από τα Γιάννενα. Οι ληστές άφησαν ελεύθερο τον Μυλωνά μετά 4 μέρες και κράτησαν τον Μελά, που ήταν και πλουσιότερος, μέχρι την καταβολή των λύτρων ύψους 5.200.000 δραχμών, που πραγματοποιήθηκε 8 μέρες μετά την απαγωγή. Φαίνεται πάντως ότι η σχέση του Τζατζά με τους Κουμπαίους διαταράχθηκε μετά την απαγωγή των βουλευτών πιθανόν λόγω διαφωνιών σχετικά με το μοίρασμα των λύτρων. Η απαγωγή των δύο βουλευτών επισκίασε την προεκλογική περίοδο για τις εκλογές της 19ης Αυγούστου και όξυνε περισσότερο το ήδη τεταμένο πολιτικό κλίμα.

Οι άλλοι σύντροφοί του το 1929, ήταν ο Νάκος Πανταζής ηλικίας περίπου 25 ετών, ξανθός με λίγο μουστάκι. Ο Τάκας (Χρήστος) Ζαμπούρας, περίπου 27 ετών με μαύρα μαλλιά και γένια καταγόμενος από την Κουτσούφλιανη Καρδίτσας. Ο τέταρτος ήταν ο αποκαλούμενος Καραντώνης ή Τεζές με ξανθά γένια και μουστάκια, ηλικίας 30-32 ετών.