Με ένα οδοιπορικό πίσω στο χρόνο, η βουλευτής του Κινήματος Αλλαγής Ευαγγελία Λιακούλη, , μοιράζεται τις σκέψεις της και αποτυπώνει μέσα από τη δική της ματιά, μια ολόκληρη χρονιά που πέρασε, με επετειακή τη σημερινή ημέρα, καθώς σαν σήμερα , στις 13 Μάρτη του 2020, τέθηκε στο πρώτο σκληρό lockdown λόγω της πανδημίας η χώρα, καταγράφοντας τα εξής: 

«Όλα ξεκίνησαν με ένα διάγγελμα του Πρωθυπουργού πριν από 365 ημέρες ακριβώς. Μετρημένες μία-μία. Τα σύννεφα βέβαια, καιρό μαζεύονταν. Εμείς δεν δώσαμε σημασία. Προσπαθούσαμε να ζήσουμε, ό,τι δεν ζήσαμε τα δέκα χρόνια της κρίσης. Πασχίζαμε να καλύψουμε, βουλιμικά, το χαμένο έδαφος μιας δεκαετίας. Αν ήταν δυνατόν ποτέ αυτό να συμβεί …αλλά εμείς ακόμη τότε, δεν το ξέραμε.

Έλεγαν στις ειδήσεις για κάποια ασθένεια εξωτική, φερμένη απ’ την Κίνα. Κάποιον κορονοϊό. Ακόμη δεν ξέραμε αν γράφεται με όμικρον ή με ωμέγα. Προτιμούσαμε όσοι γράφαμε δημόσια, την επιστημονική του ονομασία, «covid-19», για να μην εκτεθούμε. Τέτοια ήταν ακόμη τα προβλήματά μας. 

Είχαμε ξαναδεί εικόνες από άλλες γρίπες – επικίνδυνες, μα όχι τόσο φονικές - με τους πολίτες χωρών της Ασίας να φορούν στο μετρό τις μάσκες τους. Καμιά φορά τους βλέπαμε να έρχονται και στη χώρα μας, φορώντας μάσκα. Ήταν απλώς μια ατραξιόν. Μια ατραξιόν πάνω στην δική μας τουριστική ατραξιόν. Δεν πολύ-δίναμε σημασία. Επικρατούσε το συνάλλαγμα. Μέχρι τότε, αυτό πάντοτε υπερίσχυε…

Μετά ακούσαμε για τα κρούσματα στην Ιταλία, την Ισπανία, το Βέλγιο, την Ολλανδία. Χώρες με ισχυρά διεθνή αεροδρόμια. Με μεγάλο διαμετακομιστικό εμπόριο, χώρες «σταυροδρόμια» μεγάλων εμπορικών δρόμων. Μεγαλύτερων από τους δικούς μας. Ο Πρωθυπουργός έκανε τότε λόγο στο διάγγελμά του, για «πόλεμο», και για «ασύμμετρη απειλή». Σφιχτήκαμε, αλλά δεν μπορούσε να γίνει τίποτε άλλο. Θα κλεινόμασταν μέσα για το καλό μας. Για τη δημόσια υγεία. Αυτό μας έλειπε…

Μνήμες κατοχικές ξύπνησαν. Κι ας μην τα είχαν ζήσει οι περισσότεροι από εμάς. Είχαμε διαβάσει όμως πολύ – ήμασταν μορφωμένες γενιές - τα είχαμε δει σε ταινίες κι είχαμε ακούσει πολλά κι από τους παλαιότερους. Εξαφανίστηκαν τότε τα αντισηπτικά, τα μακαρόνια …και το χαρτί υγείας. Ο ιστορικός του μέλλοντος σίγουρα θα γελάσει πολύ, όταν θα επεξεργάζεται το τελευταίο στοιχείο. Ας είναι. Ο φόβος του θανάτου παίρνει πάντοτε πολλές μορφές, ενίοτε ψυχαναγκασμού. Κι αυτό ο ιστορικός του μέλλοντος σίγουρα  θα το ξέρει καλά…

Μουδιασμένοι μέσα στα σπίτια μας, είδαμε τα στρατιωτικά φορτηγά στο Μπέργκαμο της διπλανής Ιταλίας να περνούν φορτωμένα πτώματα, μέσα σε αντιμικροβιακές σακούλες. Είδαμε τα μεγάλα χαντάκια που σκάβονταν στη Νέα Υόρκη για να θάψουν τις χιλιάδες αστέγων και φτωχών. Είχαμε σίγουρα πόλεμο. Καλά κάναμε και απομονωνόμασταν. Ήταν περιττές οι αγκαλιές, οι επισκέψεις, οι κάθε είδους συνευρέσεις. Φορτισμένες ειδήσεις των οκτώ και μετά Netflix. Είμασταν καλά εφοδιασμένοι για τις ατέλειωτες ώρες μέσα στο σπίτι. Όχι όλοι. Οι πολύ φτωχές οικογένειες δεν είχαν καν ίντερνετ, πόσο μάλλον ηλεκτρονικούς υπολογιστές, ωστόσο η νέα πραγματικότητα της τηλε-εκπαίδευσης και της τηλεργασίας ξεκινούσαν. «Δεν πειράζει, η κυβέρνηση θα τους τα δώσει», σκεφτόμασταν. Γι’ αυτό πληρώναμε δυσανάλογους φόρους, γι’ αυτό φτιάχναμε τα δημοσιονομικά «μαξιλάρια» τόσα χρόνια. Αλλά και όσοι δεν μπορούσαν να τηλε-εργαστούν ας πάρουν το επίδομα. Να επιβιώσουν όπως-όπως. Η κυβέρνηση θα τους τα δώσει - σκεφτόμασταν - παρά τις αστοχίες των «σκόιλ ελικίκου» και κάποιες «περίεργες» λίστες επιδότησης των κεντρικών ΜΜΕ, όπου κάποιοι πήγαν να βγάλουν λεφτά και κάποιοι άλλοι να λάβουν υποστήριξη. Μικρό το κακό…

Είχαμε τρομάξει βαθιά και γίναμε όλοι μια γροθιά, πίσω από την κυβέρνηση. Το ίδιο μάλλον θα κάναμε, όποια κι αν ήταν αυτή. Είναι αντανακλαστικό. Πάντα ο κόσμος συνασπίζεται πίσω από την κυβέρνηση, εν μέσω πρωτοφανούς κρίσης. Τα πηγαίναμε καλά ως χώρα άλλωστε, επειδή η κυβέρνηση είχε αντιδράσει έγκαιρα. Ο αγγλοσαξονικός κι ο σκανδιναβικός ορθολογισμός, που χρόνια θαυμάζαμε, συγκέντρωσε τώρα τη μήνιν μας. Αν είναι ποτέ δυνατόν να αφήνουν οι άμυαλοι ανοιχτή την εστίαση και τα εμπορικά, για να επιτύχουν την «ανοσία της αγέλης», «κι όσοι έρθουν, κι όσοι πάνε»... Δεν καταλαβαίναμε ότι αυτοί, χρόνια κλεισμένοι στις σκοτεινές τους χώρες, είχαν ήδη μετρήσει – ιδίως οι Σουηδοί – το ποσοστό των αυτοκτονιών, εξαιτίας των εγκλεισμών. Εμείς Μεσόγειοι, ανοιχτοί Άνθρωποι, Άνθρωποι συνηθισμένοι στον ήλιο και τον ανοιχτό χώρο, δεν καταλαβαίναμε τίποτα απολύτως από τέτοιες νοοτροπίες., από τέτοιες αποστεωμένες από το συναίσθημα στατιστικές. Δεν είχαμε ποτέ άλλωστε και σοβαρές πολιτικές για τη δημόσια ψυχική υγεία. Ούτε και τώρα αποκτήσαμε. Εμείς έχουμε τα τρία «s» (sun, sea, sand), τον «Θεό της Ελλάδας» - δεν χρειαζόμαστε τίποτα άλλο…

Μετά ο καιρός άνοιξε. Για εμάς, όχι για τους Βρετανούς ή τους Σουηδούς. Επαναπαυτήκαμε. Ορισμένοι μέθυσαν από την πρώτη νίκη τους. Σαν του Κολοκοτρώνη στα Δερβενάκια. Δεν θυμόμασταν όμως πως ο πόλεμος δεν κερδίζεται με μια μάχη. Τελικά ποτέ η Ιστορία δεν διδάσκει τίποτα. Μαγευτικά ηλιοβασιλέματα, «εθνικά εγκαίνια» αγαλμάτων παλαιών βυζαντινών αυτοκρατόρων, πολλοστές αναπλάσεις σε εμβληματικές πλατείες της Πρωτεύουσας, και η κομματική νομενκλατούρα να συνωστίζεται μεθυσμένη. Ο ένας πάνω στον άλλον. Να χωρέσουν όλοι μέσα στην εικόνα με τους «Νικητές» του κορονοϊού. Αυτό μας ξένισε. Μετά μας είπαν ακόμη και για άνοιγμα των συνόρων. Οι Βρετανοί, οι Σουηδοί κι άλλοι «απρόσεχτοι», «εχθροί των ανθρωπισμού» (μας) ήθελαν να μας φέρουν συνάλλαγμα, σε αντάλλαγμα των τριών δικών μας «s». Για άλλη μια φορά το συνάλλαγμα υπερίσχυσε. Άλλωστε η οικονομία ήταν κλειστή επί τρεις μήνες. Πως θα βγάλουμε τον επόμενο χειμώνα, σκεφτήκαμε τότε...

Μέσα σε όλα, αφήσαμε και τις δημοκρατικές διαδικασίες να εξασθενίσουν, πάντοτε για το «καλό μας»… Η κυβέρνηση είχε ξεχάσει να νομοθετεί κανονικά μέσω συζήτησης με τα κόμματα στη Βουλή και την απαραίτητη σύνθεση απόψεων. ΠΝΠ στο Κοινοβούλιο, «οικονομικές επιτροπές» για την Αυτοδιοίκηση. Οι αντιπολιτεύσεις δεν χρειάζονταν, ούτε οι βουλευτικές, ούτε οι δημοτικές. «Ας κάνουμε και καμιά έκπτωση»,  κυριαρχούσε η σκέψη των πολλών, διατυπώνοντας που και που, και κανένα παράπονο – πιο πολύ για την τιμή των όπλων. «Όλα θα τα ξαναπάρουμε πίσω, όταν θα στρώσουν τα πράγματα» λέγαν.

Μετά ήρθε ξανά ο χειμώνας, όπως κάνει πάντα άλλωστε. Τα κρούσματα μετριόντουσαν με τις χιλιάδες. Οι νεκροί εκατό κάθε μέρα. Στον πόλεμο με την Ιταλία το 1940 διαβάζαμε, ο μέσος όρος των νεκρών ήταν γύρω στους 65! Τώρα οι μάσκες δεν δούλευαν. Ούτε η κλειστή εστίαση, το εμπόριο κι ο μισόκλειστος τουρισμός. Κανένα από τα μέτρα δεν δούλευε. Οι άδειοι δρόμοι του πρώτου lockdown ήταν πλέον γεμάτοι αυτοκίνητα και φορτηγά. Ο κόσμος έπρεπε να δουλέψει. Τα 534 ευρώ του επιδόματος αναστολής εργασίας, δεν έφταναν ούτε για «ζήτω». Είχαν οικογένειες να θρέψουν. Κι ο Πρωθυπουργός πάει το Σαββατοκύριακο στην Πάρνηθα ή γευματίζει στην Ικαρία. Τι να πεις στους πολίτες που άρχισαν να ανοίγονται; 

Το εμβόλιο κάποτε ήρθε. Δυσανάλογα γρήγορα. Όλοι θαυμάσαμε την επιστήμη. Παρά τους αργούς εμβολιασμούς και το σύνηθες για την Ελλάδα οργανωτικό αλαλούμ, όπου μόνο οι γηραιότεροι και οι ευπαθείς γνωρίζουν πότε θα εμβολιαστούν, αναθαρρήσαμε. Όχι άδικα.

Αυτές τις ημέρες ξέρουμε πως κάποια από τα εμβόλια δεν πολύ-δουλεύουν στις νέες μεταλλάξεις του κορονοϊού. Είναι όντως «ασύμμετρος», αλλάζει, κρύβεται, ενισχύεται, «παίζει ανταρτοπόλεμο» με το βαρύ πυροβολικό μας, την Επιστήμη. Θυμήθηκα το Βιετνάμ και το Αφγανιστάν. Οι «ασύμμετροι», φτωχοντυμένοι αντάρτες νίκησαν υπερδυνάμεις, με αεροπλανοφόρα, με ατομικά όπλα, εκατομμύρια στρατιώτες. Κάποιος επιστήμονας είπε ότι όλος ο κορωνοϊός του πλανήτη χωράει σε ένα κουτάκι αναψυκτικού! 

Μεγάλο μάθημα ταπεινοφροσύνης μας κάνει βιωματικά η Ζωή.

 Το καλοκαίρι πλησιάζει. 

Ελπίζω να μη ζήσουμε πάλι την «ημέρα της μαρμότας».

 Εδώ και καιρό έπαψα να εμπιστεύομαι την κυβέρνηση, τον αλλοπρόσαλλο σχεδιασμό της και το μηδενικό της σχέδιο για την μέρα μετά το αύριο, που μαθηματικά – όπως πάει το πράγμα - θα μας γυρίσει στα πρώτα σκληρά χρόνια της οικονομικής κρίσης. Έπαψα να εμπιστεύομαι, κι όχι άδικα… 

Η σκάλα προδιαγράφεται μεγάλη μπροστά μας. 

Ποιος  αλήθεια μπορεί να μετρήσει τα σκαλοπάτια; Κανείς! 

Το μόνο σίγουρο είναι πως όταν τη σκάλα την ανεβαίνεις με πολλούς μαζί, παίρνεις κουράγιο και δύναμη…Βλέπεις αυτόν που είναι μπροστά σου και τρέχεις για να φτάσεις, αυτόν που είναι πίσω και τραβάς για να σε φτάσει και αυτόν που είναι δίπλα και ακουμπάς για να δυναμώσεις…

Αλίμονο σε όλους όσοι , σε τέτοιους καιρούς, ποτίζουν το δέντρο του διχασμού. 

Η σκαλωσιά θέλει τα χέρια να γίνουν αλυσίδα, κρίκοι δεμένοι, δυνατοί, ενωμένοι. 

Αλλιώς, το τελευταίο σκαλοπάτι δεν θα το πατήσουμε ποτέ.