Ημέρα  τιμής η 13η Δεκεμβρίου για την εθελόντρια γυναίκα, όπως την καθιέρωσε ο Σεβαστός Πατριάρχης μας για να τιμήσει την γυναίκα της προσφοράς, της αγάπης, της φιλανθρωπίας. Τις γυναίκες που σεμνά και αθόρυβα προσφέρουν καθημερινά και έγιναν βοηθοί στο έργο που εκείνος εμπνεύστηκε.

 Όμως τούτες τις Χριστουγεννιάτικες μέρες, μια γλυκιά νοσταλγία πλημμυρίζει την ψυχή μου. Μια νοσταλγία για κάποια πρόσωπα που τόσο πρόωρα έφυγαν από κοντά μας. Σε δύο φίλες αγαπημένες που από τη πρώτη στιγμή στάθηκαν αρωγοί στο έργο του όταν πρωτοήλθε στη Λάρισα σαν νέος μητροπολίτης. 

Στις δύο πρώτες κυρίες της ΛΟΓΙΑΣ στενές συνεργάτισσες του Σεβασμιότατου κ. κ. Ιγνατίου. Του ανθρώπου της υπομονής και της αγάπης του ανθρώπου που εμπνεύστηκε και δημιούργησε όλο αυτό το έργο σε αυτή την εικοσαετία.

Γιατί η Λάρισα μέσα σε αυτή την εικοσαετία απέκτησε εκκλησιαστικά ιδρύματα, που ποτέ δεν είχαμε φανταστεί,  ραδιοφωνικό σταθμό στους 96,3 καθημερινός σύντροφός μας, δανειστική βιβλιοθήκη, τράπεζα αίματος, σχολές γονέων, νεανικές  συντροφιές, στέγη γερόντων στο Αρμένιο, το Κρίκειο Ορφανοτροφείο Θηλέων, τον Επιούσιο και άλλα. Ιδρύματα που με πολύ κόπο έφτιαξε ο Δεσπότης μας και βρήκαν παρηγοριά χιλιάδες ψυχές. Ειδικά τώρα που η χώρα μας βρέθηκε στη δίνη μεγάλης κρίσης.

Σ’ αυτές τις δύο κυρίες λοιπόν, με πολύ αγάπη και νοσταλγία θέλω να αναφερθώ γιατί έζησα από κοντά όλο το μεγαλείο της ψυχής τους.

Την Ντίνα Καραμπάτσα την δασκάλα μας και την Λίτσα Καντώνια την αρχόντισσα, που αθόρυβα γλυκιές, υπομονετικές βρέθηκαν δίπλα του από την πρώτη ημέρα αρωγοί στο έργο του. Πρώτες στα δέματα για τους απόρους, πρώτες στις επισκέψεις στα ιδρύματα, στις επισκέψεις σε σπίτια γερόντων, πρώτες στο έρανο της αγάπης. Με πόσο μεράκι φτιάχναμε δεματάκια για τα παιδιά της παιδιατρικής ή του γηροκομείου στο τόσο φιλόξενο σπίτι της Λίτσας.

Τώρα ξεφυλλίζοντας παλιά τεύχη του «ΤΑΛΑΝΤΟΥ» τις βλέπω να χαμογελάνε μέσα από παλιές εξορμήσεις. Στους Αγίους Τόπους, στο Σινά, στου Ιορδάνη, στην Καππαδοκία, στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, στη Πάτμο και άλλου. Πόσες αναμνήσεις πλημμυρίζουν την ψυχή μου.

Όμως εκεί που ένοιωσα πόσο αλήθεια άξιζαν ήταν η 1η ημέρα λειτουργίας του «Επιουσίου». Το παλιό εγκαταλειμμένο υπόγειο του Επισκοπείου που παλιότερα είχε φιλοξενήσει εκατοντάδες ταλαιπωρημένους πρόσφυγες από την Αλβανία είχε μετατραπεί σε μια σύγχρονη τραπεζαρία. Μια κουζίνα αστραφτερή και όλα γύρω πεντακάθαρα. Έτσι ήθελε ο Δεσπότης μας για να μην νοιώθουν οι άνθρωποι που θα σιτίζονται εκεί άσχημα ή άβολα. Να νοιώθουν οικογενειακή θαλπωρή. Ήταν Απρίλιος του 2002. Ο Υπεύθυνος Ιερέας των συσσιτίων είχε δώσει εντολή: «Την πρώτη ημέρα θα μαγειρέψουν οι κυρίες της ΛΟΓΙΑΣ μετά θα αναλάβουν οι ενορίες». Ήταν Μ. Σαρακοστή. Το φαγητό σουπιές με πιλάφι, σαλάτα, ελιές και φρούτο. Μερίδες 90. Οι 60 μερίδες για άτομα που θα έτρωγαν στην τραπεζαρία και 30 για αυτούς που θα έπαιρναν το φαγητό πακέτο για το σπίτι.

Πανικός! Πως θα τα βγάζαμε πέρα, καμιά μας δεν είχε ανάλογη εμπειρία. Στη ΛΟΓΙΑ είμασταν όλες και όλες τέσσερις γυναίκες. Θα έχουμε μάγειρα; Τόλμησα να ρωτήσω τον υπεύθυνο. «Σιγά μην σας φέρω και τη ΒΕΦΑ» ήταν η απάντηση. Και τότε η πρόνοια του Θεού. «Γυναίκα ανδρεία τις ευρίσκει» λέει κάπου ο ύμνος.  Μη σε νοιάζει, μην πανικοβάλλεσαι μου είπε η κυρά δασκάλα, θα έλθουμε και εμείς , εγώ και η Λίτσα και κάποιες άλλες. Και ήρθαν πρωί – πρωί.

Ακόμα τις θυμάμαι μία προς μία. Η Άννα από τον Τύρναβο, η Λένα με την αδερφή της την Φανή, η Βαϊτσα, η κα Ευανθία, η Δήμητρα. «Καλώς τα κοριτσάκια» τις καλωσόρισε η Ντίνα. «Τις ποδιές και τώρα δουλειά». Και με τόσο μεράκι, τόση αγάπη, που δεν νοιώσαμε ούτε στιγμή ότι κουραστήκαμε. Να βλέπω τη Λίτσα να αρπάζει κάτι τεράστιες κατσαρόλες, να τις βάζει στο νεροχύτη και να τις τρίβει και να τις λαμποκοπάει. Ποια; Η Λίτσα που στο σπιτικό της είχε δύο και τρεις βοηθούς. Ποια; Η Ντίνα, η διανοούμενη , η πολυγραφότατη που έμαθε γράμματα σε χιλιάδες παιδιά στα χωριά της Θεσσαλίας. Η μια γέννημα θρέμμα της Σαμαρίνας να σιγοτραγουδά: «Εσείς μωρέ παιδιά βλαχόπουλα , παιδιά της Σαμαρίνας» περήφανη πάντα για την καταγωγή της και η άλλη μια πανέξυπνη Μωραϊτισσα να κάνει εθνικό ύμνο της το: «Γειά  και χαρά σας Μωραϊτες αδερφοί». 

Αυτές τις στιγμές νοσταλγώ και σας αφιερώνω τις σκέψεις μου. Το μυαλό μου ταξιδεύει στα Χριστούγεννα του 1991 που εκατοντάδες πρόσφυγες από την Αλβανία είχαν πλημμυρίσει το χώρο του Επισκοπείου. Δεκέμβρης μήνας κρύο, παγωνιά, και εσύ Ντίνα με εντυπωσίασες βγάζοντας το παλτό σου να σκεπάσεις μια παγωμένη Βορειοηπειρώτισσα με ένα μωρό στην αγκαλιά. Και εσύ Λίτσα ένα βράδυ πήρες μαζί σου, μια οικογένεια από τα Τίρανα με δύο μικρά παιδιά και τα φιλοξένησες στο σπίτι σου για έξι ολόκληρους μήνες. Πήρες δασκάλα να μάθουν τα παιδιά ελληνικά και τα έστειλες στο ωδείο γιατί τους άρεσε πολύ η μουσική. 

Τώρα μεγάλες κοπέλες πια, εκείνα τα κουτσούβελα, τις είδαμε στην εξόδιο ακολουθία της Λίτσας και συγκινηθήκαμε. Παίζουν και οι δύο βιολί σε ορχήστρα των Αθηνών. 

Αυτές ήταν οι δύο θαυμαστές εθελόντριες η Λίτσα και η Ντίνα που θα μπορούσα να γράψω σελίδες ολόκληρες για τις άδειες τσέπες της Λίτσας άλλα και του Στέλιου του συζύγου της που έδιναν απλόχερα σε όποιον ζητούσε. Η φιλανθρωπία ήταν γι’ αυτούς τρόπος ζωής. Και ευτυχώς ο σπόρος που εκείνοι έσπειραν έγινε καρπός και όπως λέει και ο σοφός λαός μας: «Το δέντρο από τους σπόρους του φαίνεται». Κι εσείς ευτυχώς αφήσατε καλή σπορά, τα άξια παιδιά σας. 

Είναι αλήθεια ότι, ότι κάνατε, το κάνατε με πίστη και αγάπη για εκείνον τον Παντογνώστη. Γιατί και οι δύο σας είχατε μια άδολη αγάπη , μια πίστη απλή παραδοσιακή όπως της Λίτσας που άναβε τα κούτσουρα στο τζάκι το βράδυ της νύχτας των Χριστουγέννων και ξενυχτούσε για να κάνει παρέα στην Παναγιά μας που θα έφερνε τον Θεάνθρωπο. Η δε Ντίνα ένα παγωμένο πρωινό πηγαίνοντας στον Άγιο Αχίλλειο βρήκε στο δρόμο μια γριούλα ανήμπορη, τη γνώριζε όμως καλά πως πήγαινε δυστυχώς στην εκκλησία για να φωνάξει εναντίον του Μητροπολίτη μας, γιατί δυστυχώς στη Λάρισα βιώσαμε και τέτοια φαινόμενα, και παρόλα αυτά την βοήθησε να ανέβει έως το προαύλιο.

Αυτές ήταν δύο από τις πρώτες συνεργάτες εθελόντριες του Μητροπολίτη μας. Καλές, γλυκιές, υπομονετικές που τόσο γρήγορα έφυγαν από κοντά μας. Πιστεύουμε ότι από εκεί ψηλά θα βλέπουν το έργο του Δεσπότη που τόσο στήριξαν να συνεχίζεται και να μεγαλώνει. Οι εθελόντριες έγιναν εκατοντάδες, οι μερίδες του ΕΠΙΟΥΣΙΟΥ από 90 ξεπερνούν πια τις 400 τώρα μάλιστα που η κρίση έπληξε τη χώρα μας και ο κόσμος υποφέρει, το έργο του εθελοντισμού θεριεύει και ζούμε με την πίστη ότι υπάρχει ελπίδα. Ελπίδα που μόνο Εκείνος ξέρει να δίνει.

Θα ζούμε κάποιοι με την σκέψη σας, νομίζουμε ότι είναι ακόμα χθες που σας βρίσκαμε στο κήρυγμα του Επισκόπου την Τρίτη στον Άγιο Νικόλαο. Που πηγαίναμε για καφέ μετά την λειτουργία του Αγίου Αχιλλείου για καφέ. 

Αυτή την Τρίτη θα εκκλησιαστούμε και θα νοιώσουμε ότι είστε ανάμεσά μας , αέρινες, γλυκιές, στοργικές, μάνες, σύζυγοι , φίλες μα πάνω από όλα εθελόντριες.   Γιατί μόνο τότε οι νεκροί δεν λησμονιούνται όταν δεν τους ξεχνάμε. Και εμείς είμαστε σίγουροι ότι δεν σας ξεχνάμε και ευχόμαστε ο Πανάγαθος Θεός να σας κατατάξει «Εν χώρα ζώντων» και σε λίγες μέρες να ακούσετε εκεί ψηλά με τα αστεράκια του ουρανού την Ουράνια θεία μελωδία «Χριστός γεννάται Δοξάσετε»

Οι φίλες απ’ την συντροφιά της Τρίτης.