Η κεντρική πλατεία της Λάρισας σε καρτ ποστάλ των αρχών του 20ού αιώνα. Αριστερά, το νεοκλασικό κτίριο με το αέτωμα ήταν η Εθνική Τράπεζα.

Λίγα κτίρια από το αρχιτεκτονικό παρελθόν της Λάρισας έχουν διασωθεί. Και αυτό οφείλεται όχι μόνο στη μεταπολεμική ανοικοδόμηση αλλά και στις καταστροφές του φοβερού έτους 1941, όταν η πόλη έζησε τον μεγάλο σεισμό και, έπειτα από 45 ημέρες, τον βομβαρδισμό των Ιταλών. Ηταν λίγες μόνο δεκαετίες που η πόλη είχε αρχίσει να αναπτύσσεται ως αστικό κέντρο, μια τάση που επιταχύνθηκε λίγο πριν από το 1900, όταν προχωρούσαν παράλληλα η ενίσχυση του ελληνικού στοιχείου και η επικράτηση του αρχιτεκτονικού ρυθμού του ελληνικού κράτους εις βάρος της οθωμανικής όψης της παλιάς Λάρισας. Οταν, δηλαδή, ο αστικός εκσυγχρονισμός επιχειρούσε να διαμορφώσει τη νέα πόλη.
Ολα αυτά είχαν διακυμάνσεις και ζούσαν παράλληλα με το ζωντανό γεωργικό δυναμικό της πόλης. Αλλά σήμερα πολλά έχουν γλιστρήσει στη λήθη, οι φωτογραφίες από την παλιά Λάρισα δείχνουν μια πόλη με ελκυστική μείξη «αθηναϊκού» νεοκλασικισμού και τοπικών ιδιωμάτων, και το δυναμικό παρόν απαιτεί εξόρυξη υλικού ώστε να συνδεθεί σε μια σειρά ιστορικής συνέχειας. Το επιχειρούν στη νέα έκδοση «Παλιά αρχοντικά και αξιόλογα κτίρια της Λάρισας» (εκδ. Κ. & Μ. Αντ. Σταμούλη) δύο ερευνήτριες, η αρχαιολόγος Βασιλική Πανάγου και η ιστορικός της εκπαίδευσης Ιουλία Κανδήλα, οι οποίες οργανώνουν το ιστορικό παρελθόν της πόλης με διάθεση να θέσουν ερωτήματα μέσα από τη θεώρηση της αρχιτεκτονικής του παρελθόντος. Εχει ενδιαφέρον η χρονική συγκυρία κυκλοφορίας αυτού του βιβλίου, σε μια περίοδο που το αστικό περιβάλλον της Λάρισας έχει βελτιωθεί (αρχαίο θέατρο, Φρούριο, Πηνειός, Μύλος του Παππά, Διαχρονικό Μουσείο κ.ά.), αλλά λίγα έχουν γίνει για την αρχιτεκτονική ανάδειξη (η Αβερώφειος Γεωργική Σχολή χρήζει αποκατάστασης ενώ στη νέα αυτή έκδοση διαβάζουμε για την κατεδάφιση το 2013 του διώροφου στην Κενταύρων και Ηφαίστου).
Από την αφετηρία του 1881, με την ενσωμάτωση της πολυεθνικής, τότε, Λάρισας στο ελληνικό βασίλειο, ώς τη δεκαετία του 1940, η πόλη μεταμορφώθηκε και απέκτησε νεοκλασικά αρχικά κτίρια, και αργότερα εκλεκτικιστικά και λίγα μοντέρνα με διακοσμητικές τάσεις της αρ ντεκό. Η σιδηροδρομική σύνδεση με την Αθήνα (1909) επιταχύνει την πρόοδο, ενώ σταθερά κάθε Σεπτέμβριο γίνεται η μεγάλη εμποροπανήγυρις. Αυτό που επιχειρεί η έκδοση είναι η χαρτογράφηση και παρουσίαση των κυριότερων αρχιτεκτονημάτων, κατεδαφισμένων και διασωθέντων, με άξονα αφενός την ιστορική τεκμηρίωση και αφετέρου την οργάνωση ενός πιο υποψιασμένου βλέμματος πάνω στην αστική παράδοση της Λάρισας.
Τα δημόσια κτίρια (το παλιό Δικαστήριο, τα κτίρια των τραπεζών, τα ξενοδοχεία και τα καφενεία) παρουσιάζονται μαζί με αρχοντικές κατοικίες και ταπεινότερα σπίτια, που, όλα μαζί συνθέτουν έναν πυκνό ιστό. Θαυμάσια η οικία Αναστασίου Οικονόμου με το νεοκλασικό αέτωμα, τα παραδοσιακά με το σαχνισί και την οθωμανική μνήμη, τα ρομαντικά εκλεκτικιστικά, όπως οι σωζόμενες δίδυμες κατοικίες επί της 31ης Αυγούστου, τα λίγα αρ ντεκό όπως η οικία Μουσών Αβραάμ, έργο του Κωνσταντινουπολίτη αρχιτέκτονα Μακ Ρουμπέν, που μαζί με τον Λευτέρη Κολονέλο είχε μεγάλη δράση στον Μεσοπόλεμο.
H KAΘΗΜΕΡΙΝΗ (ΝΙΚΟΣ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ)