Στο ευρωψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ συμμετέχει ο Σπύρος Δανέλλης και σε συνέντευξή του υποστηρίζει ότι είναι αναγκαία μια μεγάλη προοδευτική συμμαχία.
Συμπληρώνει μάλιστα ότι η δημιουργία ενός Προοδευτικού Μετώπου είναι απαραίτητη για το ασφαλές και βιώσιµο πέρασµα της χώρας στη µεταµνηµονιακή εποχή, προς όφελος των πολλών.

Αναλυτικά η συνέντευξη:

1.    Τελικά είστε υποψήφιος με τον ΣΥΡΙΖΑ για την ευρωβουλή. Για κάποιους φαίνεται αναμενόμενο, αλλά κάποιοι άλλοι σας κατηγορούν ανοιχτά για καιροσκοπισμό. Τι απαντάτε; 

Ας ξεκαθαρίσουμε κάτι. Το ευρωψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι αυστηρά κομματικά «πατριωτικό». Αντίθετα, με μια γενναία του απόφαση ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να συμπεριλάβει μια ευρεία γκάμα πολιτών που ασχολούνται με τα κοινά, πολίτες οι οποίοι έχουν ευρύτερες αναφορές στον προοδευτικό χώρο.
Κατεβαίνω λοιπόν ως συνεργαζόμενος με τον ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά και πάλι, όσοι με κατηγορούν για καιροσκοπισμό φοβάμαι πως κρίνουν εξ ιδίων τα αλλότρια. Γιατί προσωπικά μιλούσα για την ανάγκη µιας µεγάλης προοδευτικής συµµαχίας, ήδη από το µακρινό 1998, ως βουλευτής του τότε ΣΥΝ.
Τον Ιανουάριο του 2018 µε την εµφάνιση του «Μακεδονικού» διατύπωσα την «αιρετική» πρόταση για δηµιουργία κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΚΙΝΑΛ - ΠΟΤΑΜΙΟΥ, ξεσηκώνοντας θύελλα αντιδράσεων. Το κίνητρό µου ήταν και είναι σαφές. Απέναντι στον συντηρητισµό, τον νεολαϊκισµό, τον εθνικισµό αλλά και την εµµονή σε νεοφιλελεύθερες οικονοµικές πολιτικές που διευρύνουν τις ανισότητες, θεωρώ µονόδροµο τη σύγκλιση, τη συνεννόηση και την κοινή δράση των προοδευτικών-ευρωπαϊστικών δυνάµεων.

2.    Η απόφαση του Αλέξη Τσίπρα για τη δημιουργία Προοδευτικού Μετώπου στην Ελλάδα και στην Ευρώπη θεωρείτε ότι εντάσσεται στο πλαίσιο μιας ευρύτερης στρατηγικής ή είναι στο πλαίσιο ενός πρόσκαιρου κομματικού τακτικισμού;

Προσωπικά είµαι πεπεισµένος ότι ο Αλέξης Τσίπρας το εννοεί και πως οι ευρωεκλογές είναι η αρχή και όχι το τέλος του δρόµου των συγκλίσεων. Εξάλλου μετά το τέλος των επίπλαστων διλλημάτων «Μνημόνιο – αντι Μνημόνιο», «Μένουμε – Φεύγουμε από την Ευρώπη» αναπόφευκτα η πολιτική επέστρεψε στην Πολιτική και σε άλλα διαχρονικά, υπαρκτά διλήμματα, όπως το «Πρόοδος ή Συντήρηση».
Αυτό αναπόδραστα οδηγεί σε  συγκλίσεις χώρων που διέπονται από πραγματικές εκλεκτικές συγγένειες. Αυτή η νέα συμμαχία, αυτό το νέο μέτωπο είναι αναγκαίο για το ασφαλές και βιώσιµο πέρασµα της χώρας στη µεταµνηµονιακή εποχή, προς όφελος των πολλών.

3.    Αυτοπροσδιορίζεστε ως ευρωπαϊστής σοσιαλδημοκράτης. Θεωρείτε πως αυτή η στρατηγική, η οποία φαίνεται να εφαρμόζεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο δίνει νέα πνοή ζωής στην φθίνουσα σοσιαλδημοκρατία;

Η Ιστορία αρέσκεται στις αντιφάσεις και τις ειρωνείες. Μπορεί σήμερα η σοσιαλδημοκρατία να βρίσκεται σε «αμηχανία» - και ίσως για ορισμένους να φαίνεται πως πνέει τα λοίσθια – αλλά είμαι πεπεισμένος πως οι ιδέες σπάνια πεθαίνουν. Οι ιδέες, οι ιδεολογίες έχουν την τάση να μετουσιώνονται, να επανεφευρίσκονται και ορισμένες φορές – λιγότερες είναι αλήθεια – να ανασταίνονται.
Για παράδειγμα, στον μεσοπόλεμο στην Ευρώπη, το να επιμένει κάποιος ιδεολογικά στην σοσιαλδημοκρατία ή στον αστικό φιλελευθερισμό, ήταν ουτοπικό στην καλύτερη περίπτωση. Επρόκειτο για έναν ιδιότυπο ιδεολογικό χειμώνα, όπου οι έννοιες της ανοιχτότητας των κοινωνιών, της ανοχής στο διαφορετικό, της ελεύθερης αγοράς και του επιχειρείν, έμοιαζαν να έχουν σβήσει για πάντα. Κι όμως.
Ο σπόρος τους σε καμία περίπτωση δεν είχε πεθάνει, παρά τις περί του αντιθέτου τότε διαβεβαιώσεις. Με το που επιτράπηκε από τις συνθήκες, οι ιδέες αυτές, της δημοκρατίας, του πολιτικού και του οικονομικού φιλελευθερισμού ξανάνθισαν σε βαθμό τέτοιο, που σήμερα μάλιστα φαίνεται να αποτελούν το κυρίαρχο παράδειγμα.
Η σοσιαλδημοκρατία μπολιασμένη και συνεπικουρούμενη από τα κινήματα των Πρασίνων, τις ιδέες της ριζοσπαστικής ευρωπαϊστικής Αριστεράς πιστεύω ακράδαντα πως βρίσκεται στο μόνο δρόμο που έχει, προκειμένου να γίνει ξανά θελκτική για τους πολίτες, στους οποίους παραδοσιακά αναφερόταν. 

4.    Προοδευτικές συγκλίσεις λοιπόν στην Ευρώπη, αλλά και στην Ελλάδα. Γιατί;

Γιατί μετά την οικονομική κρίση, τη διάδοση του ανορθολογισμού και του νεολαϊκισμού, το Brexit και την εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ, έγινε πια σαφές πως το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι το «τι Ευρώπη θέλουμε;».
Θέλουμε μια Ευρώπη ισχυρή που θα μπορέσει να επηρεάσει την πολιτική ρύθμιση του άγριου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού ή μια Ευρώπη που θα λειτουργεί με γνώμονα το οικονομικό συμφέρον των μονοπωλίων;  Σε αυτό το ερώτημα διαφορετική απάντηση δίνουν οι συντηρητικοί Ευρωπαϊστές και άλλη οι προοδευτικοί Ευρωπαϊστές.
 Οι συντηρητικοί εξακολουθούν να προτάσσουν τη νεοφιλελεύθερη αντίληψη: «Μην αγγίζετε την αγορά, αυτή αυτορυθμίζεται». Στον αντίποδα, η πολιτική ρύθμιση της παγκοσμιοποίησης είναι σαφώς προτεραιότητα των προοδευτικών δυνάμεων, προκειμένου να επέλθει η άρση των μεγάλων ανισοτήτων, η αντιμετώπιση των αδικιών και να επανακτηθεί το κλονισμένο κύρος της πολιτικής.

5.    Ως ευρωβουλευτής την περίοδο 2009 -2014 συμμετείχατε στην AGRI, δηλαδή την Επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που ασχολείται με τη γεωργία. Τότε εκπονήθηκε η ισχύουσα ΚΑΠ 2014 – 2020. Στην επόμενη κοινοβουλευτική περίοδο θα τεθούν οι βάσεις για την επόμενη ΚΑΠ και τα νέα για τους έλληνες αγρότες προμηνύονται δυσοίωνα. Ποιες είναι οι προκλήσεις;

Σύμφωνα με τις νομοθετικές προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ΚΑΠ μετά το   2020, επιχειρείται η βελτίωση της αειφόρου ανάπτυξης γεωργίας και υπαίθρου, μέσω της επίτευξης τριών γενικών στόχων που συνοψίζονται:  Πρώτον, στην προώθηση ενός έξυπνου, ανθεκτικού και διαφοροποιημένου γεωργικού τομέα, που θα διασφαλίζει την διατροφική επάρκεια και ποιότητα.
Δεύτερον, στην προστασία του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων, όπως και στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Και τρίτον, στην διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής των αγροτικών περιοχών και της αύξησης του αγροτικού εισοδήματος.Αυτοί οι τρεις γενικοί στόχοι δημιουργούν στην πραγματικότητα μία δύσκολη εξίσωση.Και αυτό γιατί καλούμαστε να συνδυάσουμε παραγωγικότητα με ανταγωνιστικότητα, σεβόμενοι το περιβάλλον, αλλά και προστατεύοντάς το παράλληλα.
Αυτό που ζητείται από τον Ευρωπαίο και επομένως τον Έλληνα αγρότη είναι ο εκσυγχρονισμός της παραγωγικής διαδικασίας και η απομάκρυνσή του από παλιά μοντέλα.Απαραίτητα στοιχεία για τη μετάβαση του αυτή είναι η γνώση, η καινοτομία, αλλά και η ψηφιοποίηση.Με άλλα λόγια, η μετάβαση στην ευφυή γεωργία.Άλμα τεράστιο, ιδιαιτέρως για μας.Κι εδώ αλλάζει η βασική φιλοσοφία της Κομισιόν. Δεν θα απαιτεί την απευθείας συμμόρφωση του παραγωγού, αλλά τα αποτελέσματα του κάθε Κράτους – Μέλους ξεχωριστά. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως το κάθε Κράτος – Μέλος, μέσα από τα εθνικά σχέδια ΚΑΠ, θα πρέπει να αποδεικνύει τις προσπάθειες που καταβάλει, κυρίως, για το περιβάλλον και το κλίμα.
Περιττό να αναφερθεί πως αν οι στόχοι των επί μέρους εθνικών σχεδίων της ΚΑΠ δεν επιτευχθούν, κόβεται η χρηματοδότηση. Και αυτό πλέον θα ελέγχεται σε ετήσια βάση. Αν δεν έχουμε πετύχει πάνω από το 50% των στόχων θα διακόπτεται η χρηματοδότηση. Άρα είναι αναγκαίο να προετοιμαστείς ως κράτος μέλος και να χαράξεις ένα σοβαρό εθνικό σχέδιο ΚΑΠ, απαντώντας καίρια ερωτήματα. Ποια είναι η γεωργία μου και η παραγωγή μου; Ποιοι είναι οι στόχοι μου και ποια η σχέση τους με τους ευρωπαϊκούς;
Απαντούν στα standards της Ε.Ε. σε σχέση με το περιβάλλον και το κλίμα; Είναι το όλο μοντέλο μου οικονομικά βιώσιμο;Προφανώς μιλάμε για πλήρη επανεθνικοποίηση της ΚΑΠ. Και αυτό από μόνο του συνιστά οπισθοχώρηση, γιατί χάνεται ο ενιαίος χαρακτήρας της πολιτικής.Πρόκειται για αποδυνάμωση του όλου συστήματος, γιατί τα Κράτη - Μέλη που διαθέτουν ισχυρή διοίκηση, στόχους, εθνική γεωργική πολιτική, αναπόφευκτα, θα επικρατήσουν στον εσωτερικό ανταγωνισμό και οι ανισότητες θα είναι πια κραυγαλέες. Ή τώρα ή ποτέ λοιπόν.
Πέρα από τον αγώνα που πρέπει να δώσουμε κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για να διασφαλίσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο τον ενιαίο χαρακτήρα της πολιτικής, παράλληλα θα πρέπει να προετοιμαστούμε ως Κράτος - Μέλος για να κάνουμε έστω και με αυτή τη συνθήκη, που είναι πολύ δύσκολη για εμάς, έναν επιτέλους εθνικό σχεδιασμό.