Η χώρα μας αποκόπτεται με μια σειρά από φράχτες από την υπόλοιπη Ευρώπη, ενώ από την Τουρκία συνεχίζεται αθρόα η έλευση και νέων προσφύγων και μεταναστών, μέσα στο καταχείμωνο, σε ένα ταξίδι που πολλοί, κυρίως γυναικόπαιδα, χάνουν τη ζωή τους. Δυστυχώς, όμως, απέναντι σε αυτό το πρόβλημα, η Ελλάδα φαίνεται ότι είναι απελπιστικά μόνη. Το γεγονός αυτό είχα την ατυχή ευκαιρία να το διαπιστώσω ιδίοις όμμασι κατά τη διάρκεια των εργασιών της 54ης Διάσκεψης των Επιτροπών Ευρωπαϊκών Υποθέσεων (COSAC), που πραγματοποιήθηκε πριν λίγες ημέρες στο Λουξεμβούργο. 

Δεν θα πω τίποτε το αιρετικό εκφράζοντας την άποψη, μετά τα όσα άκουσα, ότι το ευρωπαϊκό όνειρο απειλείται πλέον σοβαρά. Άλλωστε, αυτό ήδη ελέχθη από τον Γερμανό πρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου κ. Μάρτιν Σουλτς. Η απουσία διάθεσης αλληλεγγύης προς τις χώρες που, ως πρώτη γραμμή των ευρωπαϊκών συνόρων, δέχονται την μεγαλύτερη πίεση από τις μεταναστευτικές ροές, ήταν εκκωφαντική. Ιδιαίτερα από τις νεόκοπες στην ευρωπαϊκή οικογένεια χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. 

Αντιθέτως, ήταν έντονη η πρόθεση περιχαράκωσης στα κρατικά σύνορα του κάθε μέλους, ακόμη και η τιμωρητική προς την Ελλάδα ροπή που έφτανε μέχρι την αποβολή μας από τη συνθήκη Σένγκεν. Αλλά και από τις ηγεσίες των «ισχυρών» κρατών-μελών η συμπεριφορά προς τη χώρα μας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ευνοϊκή. Η Σύνοδος κορυφής ΕΕ-Τουρκίας απέδειξε ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες, φοβούμενοι το πολιτικό κόστος από την έλευση εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων και μεταναστών, προσέφεραν γη και ύδωρ στην Άγκυρα για να κάνει τα αυτονόητα. Έτσι, πέρα από τα χρήματα που αφειδώς της παρέχονται, ξεκινούν και πάλι με σπουδή οι ενταξιακές διαδικασίες της γείτονος, παραμερίζοντας τις αιτιάσεις της Κύπρου, την οποία η Τουρκία συνεχίζει να μην αναγνωρίζει. Όπως επισήμανα, κατά τις δύο παρεμβάσεις μου στην COSAC, ουσιαστικά η Ένωση δείχνει τελικά να υποκύπτει στον έμμεσο εκβιασμό της Άγκυρας και να κάνει εκπτώσεις στις ευρωπαϊκές αρχές και αξίες στην ενταξιακή διαδικασία της Τουρκίας. Αναμφίβολα, η Ελλάδα επιθυμεί την πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ. Όμως, η διαδικασία ένταξης μιας χώρας, πρέπει να συνιστά μοχλό προσαρμογής της στους κανόνες της Ένωσης. Είναι λάθος να επιβραβεύεται η Τουρκία όταν παραβιάζει βάναυσα την ελευθερία του Τύπου, φυλακίζοντας δημοσιογράφους, και καταπατώντας ανθρώπινα δικαιώματα. Μάλιστα, όπως καταγγέλλεται, η συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας της 29ης Νοεμβρίου θα έχει και αρνητικές συνέπειες για τους Έλληνες αγρότες, καθώς ανοίγει το δρόμο για προνομιακές εισαγωγές στην ευρωπαϊκή αγορά στα τουρκικά φρούτα και λαχανικά που, πλέον, βρίσκουν κλειστές πόρτες στη Ρωσία. 

Αντιθέτως, αυτό που πρέπει να γίνει είναι να ασκηθεί ουσιαστική πίεση στην Τουρκία προκειμένου να αποτρέπει τη δράση των δουλεμπόρων που διακινούν γυναικόπαιδα στα νερά του Αιγαίου. Επιπλέον, τα hotspots θα πρέπει να δημιουργηθούν στο δικό της έδαφός, ώστε η όποια μετακίνηση σε ευρωπαϊκές χώρες να γίνεται απευθείας, είτε με πλοία είτε με αεροπλάνα. Φαίνεται, όμως, ότι οι παραινέσεις αυτές, οι οποίες η πικρή αλήθεια είναι ότι είναι ισχνές, καθώς η ελληνική κυβέρνηση έχει χάσει και σε αυτό το πεδίο «τα αυγά και τα πασχάλια», δεν βρίσκουν ευήκοα ώτα. Έτσι, βρισκόμαστε μπροστά στο ενδεχόμενο η χώρα να γεμίσει με εκατοντάδες χιλιάδες απελπισμένους μετανάστες και πρόσφυγες -άλλους σε καταυλισμούς και άλλους να γυρνούν «σαν την άδικη κατάρα»-, με τα σύνορα κλειστά, τους φράχτες υψωμένους και επιχειρήσεις να καταστρέφονται ή να απειλούν να φύγουν (όρα Hewlett Packard). Δεν υπάρχει, βεβαίως, αμφιβολία ότι λύση στο προσφυγικό δράμα θα υπάρξει μόνον όταν σε Συρία και Ιράκ επικρατήσει επιτέλους η ειρήνη, και πάψουν οι άνθρωποι να φεύγουν κυνηγημένοι από τον πόλεμο και την ανέχεια.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, αυτό που ως Ευρωπαίοι πολίτες πρέπει να προστατεύσουμε, ξεπερνώντας το στενό συμφέρον, είναι την αίσθηση του ανήκειν στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Οι περιφερειακές εκλογές στη Γαλλία και η νίκη της άκρας δεξιάς δείχνει ότι το καράβι κλυδωνίζεται. Όπως τόνισα και στο Λουξεμβούργο, ευθύνη των πολιτικών ηγεσιών της Ευρώπης είναι να υπερασπισθούν σθεναρά το όραμα της ενωμένης Ευρώπης, που ενστερνίστηκαν σπουδαίοι πολιτικοί άνδρες, όπως ο Χέλμουντ Σμιτ που πρόσφατα έφυγε από τη ζωή, πριν αυτό ξεθωριάσει οριστικά!

Δυστυχώς, όλ’ αυτά λαμβάνουν χώρα τη στιγμή που η Ελλάδα βιώνει, χωρίς αμφιβολία, μια από τις κρίσιμες στιγμές της ιστορίας της. Τα προβλήματα που έχουν συσσωρευθεί είναι πολλά και σε διαφορετικά επίπεδα. Ενώ ταυτόχρονα, είναι εμφανής η ανεπάρκεια και η ανικανότητα των κυβερνώντων να ελέγξουν την κατάσταση και να εμπεδώσουν στους πολίτες ένα αίσθημα ασφάλειας. Αυτές οι διαπιστώσεις δεν έχουν καμία αντιπολιτευτική διάθεση. Αποτυπώνουν απλώς τη γενική αίσθηση, την οποία αποκομίζει κάθε ένας που ζει και κινείται σ’ αυτόν τον τόπο και δεν παρασύρεται από «ροζ φαντασιώσεις και ιδεοληψίες». Ας ελπίσουμε ότι η κυβέρνηση θα συνέλθει πριν είναι πια αργά…

Ο κ. Μάξιμος Χαρακόπουλος είναι βουλευτής Λαρίσης της Νέας Δημοκρατίας, πρώην αναπληρωτής υπουργός.